Η ενδομητρίωση είναι μια από τις συχνότερες γυναικολογικές παθήσεις, η οποία συναντάται σε ποσοστό 7-10%. Μπορεί να διαγνωστεί τυχαία, σε μία τυπική γυναικολογική εξέταση, ή μετά από εκδήλωση συμπτωματολογίας. Ωστόσο, είναι αρκετές οι γυναίκες που μπορεί να πάσχουν από αυτήν και να μην το γνωρίζουν, καθώς δεν εκδηλώνουν συμπτώματα για καιρό.
Τι είναι η ενδομητρίωση;
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το ενδομήτριο είναι ένας ιστός που αποτελεί την λεπτή εσωτερική επένδυση της μήτρας. Κατά την ενδομητρίωση, ο ιστός αυτός αναπτύσσεται σε περιοχές εκτός μήτρας, όπως οι ωοθήκες, οι σάλπιγγες, η ουροδόχος κύστη, ή σπανιότερα ακόμη και στον κόλπο ή στον τράχηλο. Εμφανίζεται κυρίως σε γυναίκες 30-40 ετών με σύντομο εμμηνορυσιακό κύκλο (<25 ημέρες), με την περίοδο συχνά να διαρκεί 7 ή περισσότερες ημέρες. Είναι καλοήθης (δεν αποτελεί καρκίνο), και η δυσκολία στην διάγνωση μπορεί να αφήσει αδιάγνωστη την πάθηση ακόμη και για χρόνια.
Ποια συμπτώματα προκαλεί η ενδομητρίωση;
Τα συμπτώματα της ενδομητρίωσης ποικίλλουν. Κάποιες γυναίκες εμφανίζουν ελαφριά και άλλες πιο έντονα συμπτώματα, ωστόσο η σοβαρότητά τους δεν καθορίζει το στάδιο ή τον βαθμό της νόσου. Οι περισσότερες ασθενείς αναφέρουν ως πρώτο σύμπτωμα τον πόνο στην περιοχή της μήτρας, ωστόσο η οξύτητά του δεν είναι δείγμα της έκτασης της πάθησης.
Άλλα συμπτώματα που σχετίζονται με την ενδομητρίωση είναι τα εξής:
-Έντονη δυσμηνόρροια (πόνος περιόδου)
-Χρόνιος πόνος στην περιοχή της λεκάνης
-Έντονη αιμορραγία και πόνος κατά την ούρηση, κατά τη διάρκεια της περιόδου
-Διαταραχές περιόδου
-Πόνος κατά τη διάρκεια ή μετά την σεξουαλική επαφή
-Μικρή παρουσία αίματος ανάμεσα στις περιόδους
-Γαστρεντερικές ενοχλήσεις (φούσκωμα, διάρροια, δυσκοιλιότητα κατά την περίοδο)
-Υπογονιμότητα
Πώς γίνεται η διάγνωση της ενδομητρίωσης;
Το πρώτο βήμα είναι πάντα το αναλυτικό ιατρικό ιστορικό. Έπειτα, η ιατρός μπορεί να ψηλαφίσει ενδομητριωσικές εστίες, ενώ ένας υπερηχογραφικός έλεγχος φανερώνει την παρουσία κυστών στις προαναφερθείσες περιοχές γύρω από την μήτρα. Παράλληλα, ο βιοχημικός δείκτης CA 125 μπορεί αυξηθεί (χωρίς να συμβαίνει πάντα), ενώ μια μαγνητική τομογραφία μπορεί να δείξει εστίες που σχετίζονται με την πάθηση. Τέλος, η λαπαροσκόπηση (internal link) θα διαγνώσει με πιο σίγουρο τρόπο το μέγεθος και την έκταση της ενδομητρίωσης.
Ποια είναι η κατάλληλη θεραπεία της ενδομητρίωσης;
Δυστυχώς η ίδια η ενδομητρίωση δεν μπορεί να θεραπευτεί, ωστόσο οι γυναίκες που πάσχουν από αυτήν μπορούν να ελέγχουν συστηματικά τα συμπτώματά της με αντίστοιχες θεραπευτικές μεθόδους, η οποία συνήθως εξαρτάται από την ηλικία, την συμπτωματολογία και τον προγραμματισμό για εγκυμοσύνη.
Ενδεικτικές θεραπείες είναι οι εξής:
–Παυσίπονα: ανάλογα με την ένταση του πόνου, οι γυναίκες μπορούν να λάβουν απλά ή πιο δυνατά παυσίπονα (ibuprofen κ.ά)
–Ορμονική θεραπεία: συστήνεται σε γυναίκες με μικρές εστίες, χωρίς έντονους πόνους, που δεν προγραμματίζουν άμεσα εγκυμοσύνη. Ορμόνες (αντισυλληπτικά, προγεστερόνη, γοναδοτροπίνες) μπορεί να ληφθούν με την μορφή χαπιών ή ενέσιμα.
–Χειρουργική θεραπεία: συνιστάται κυρίως σε γυναίκες με ενδομητρίωση που έχουν έντονους πόνους ή υπογονιμότητα. Γίνεται με τη μέθοδο της λαπαροσκόπησης, γρήγορα και ανώδυνα. Σε περιπτώσεις που έχουν δημιουργηθεί έντονες και πολυάριθμες συμφύσεις, η ιατρός μπορεί να προχωρήσει σε ολική υστερεκτομή, εάν η γυναίκα δεν επιθυμεί εγκυμοσύνη.
Σε κάθε περίπτωση, η ενδομητρίωση είναι πάθηση που μπορεί να ελεγχθεί. Η κα Καλοειδά-Παπαϊωάννου, ειδική μαιευτήρας-γυναικολόγος στη Θεσσαλονίκη, μπορεί να προτείνει το κατάλληλο θεραπευτικό πρωτόκολλο για κάθε περίπτωση.